- γεισήπους
- οβλ. γεισίποδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους … Dictionary of Greek
γεισιπόδισμα — το (Α γεισηπόδισμα και γεισιπόδισμα) [γεισήπους] το κάτω μέρος τού γείσου τής στέγης … Dictionary of Greek